- φύξιμος
- -ον, Α [φύξις]1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ.β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.)2. αυτός τον οποίο θέλει κανείς να αποφύγει, αηδιαστικός («φύξιμος ὀδμή», Σιμων.)3. εκείνος που έχει τη δυνατότητα να αποφύγει κάποιον, να ξεφύγει από κάποιον («καί σ' οὔτ' ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς», Σοφ.)4. εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει («νοῡσος φύξιμος», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.