φύξιμος

φύξιμος
-ον, Α [φύξις]
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ.
β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.)
2. αυτός τον οποίο θέλει κανείς να αποφύγει, αηδιαστικός («φύξιμος ὀδμή», Σιμων.)
3. εκείνος που έχει τη δυνατότητα να αποφύγει κάποιον, να ξεφύγει από κάποιον («καί σ' οὔτ' ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς», Σοφ.)
4. εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει («νοῡσος φύξιμος», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φύξιμος — whither one can flee masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξιμον — φύξιμος whither one can flee masc/fem acc sg φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξιμα — φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] …   Dictionary of Greek

  • καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] …   Dictionary of Greek

  • φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”